τσίχλα

τσίχλα
η
1) дрозд; 2) перен. немощный, хилый человек; хиляк (прост.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τσίχλα" в других словарях:

  • τσίχλα — (turdus). Ωδικό πτηνό της οικογένειας των τουρδιδών. Το πτηνό αυτό έχει μέσο μήκος 23 εκ. μαζί με την ουρά (9 εκ.). Ζει στην Ευρώπη και σε μεγάλες ασιατικές περιοχές περίπου μεταξύ 60° και 40° βόρειου πλάτους. Διαχειμάζει στη βόρεια Αφρική και… …   Dictionary of Greek

  • τσίχλα — η 1. το ωδικό πουλί κίχλη. 2. μτφ., άνθρωπος αδύνατος, κοκαλιάρης, τσίρος: Από τη νηστεία έγινε σαν τσίχλα. 3. τσίκλα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρουθός — ο, ΝΜΑ και στρουθός, ἡ, Α (λόγιος τ.) ο σπουργίτης αρχ. 1. γενική ονομασία τών μή κατοικίδιων πτηνών 2. (ως αρσ.) α) το φυτό στρούθειον* β) (για πρόσ.) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) λάγνος, ασελγής και ακόλαστος άνθρωπος, επειδή και τα παραπάνω πτηνά… …   Dictionary of Greek

  • κίχλα — και κίχλη, ή (AM κίχλη και κίχλα, Α δωρ. τ. κιχήλα) το ωδικό πτηνό τσίχλα («Συρακόσιοι δὲ τὰς κίχλας κιχήλας λέγουσιν», Αθήν.) αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής λαϊκής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, συγγενής τού χελιδών. Ασαφής η ακριβής …   Dictionary of Greek

  • Liste des appellations européennes de fruits, légumes et céréales — Cette liste des appellations européennes de fruits, légumes, céréales et condiments recense les productions végétales destinées à l alimentation humaine inscrites sur les registres européens des AOP (appellation d origine protégée et IGP… …   Wikipédia en Français

  • καρική — (Carica). Γένος φυτών των τροπικών χωρών, που φέρει τα χαρακτηριστικά του φοίνικα. Αν και χαρακτηρίζεται ως δέντρο, στην πραγματικότητα πρόκειται για θάμνο, ύψους μέχρι 9 μ., χωρίς κλαδιά, με επτάλοβα παλαμοειδή φύλλα, μεγάλα και μαλακά, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • κιχλοκόσσυφος — κιχλοκόσσυφος, ὁ (Α) είδος τσίχλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίχλα «τσίχλα» + κόσσυφος «κοτσύφι»] …   Dictionary of Greek

  • ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… …   Dictionary of Greek

  • ρόσσα — ἡ, Μ το πουλί τσίχλα …   Dictionary of Greek

  • τούρντος — ο, Ν ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας τουρντίδες με γνωστά είδη, όπως είναι λ.χ. οι τσίχλες και ο κότσυφας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turdus < λατ. turdus «τσίχλα»] …   Dictionary of Greek

  • τριχάς — άδος, ἡ Α είδος ωδικού πτηνού, η τσίχλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. τροχ άς)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»